- ταπί
- (I)το, Νάκλ. (στη σουλτανική Τουρκία)τίτλος ιδιοκτησίας, συνώνυμος τού φόρου ο οποίος έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό δημόσιο για να επιτραπεί η μεταβίβαση δημόσιων γαιών σε καλλιεργητές.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tapu].————————(II)το, Νάκλ. φρ. «έμεινα ταπί» — έμεινα χωρίς χρήματα, είμαι τελείως απένταρος, άφραγκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabī «νικημένος, υποτελής»].————————(III)(τἀπί) Α(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἐπί.
Dictionary of Greek. 2013.